αναδιοργάνωτος

αναδιοργάνωτος
-η, -ο
αυτός που δεν αναδιοργανώθηκε ή δεν είναι δυνατόν να αναδιοργανωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιοργανώνω. Η στερ. σημασία προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναδιοργανώνω — διοργανώνω εκ νέου, τροποποιώ την υπάρχουσα οργάνωση προς το καλύτερο, οργανώνω σε νέες βάσεις, ανασυγκροτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διοργανώνω. ΠΑΡ. αναδιοργάνωση, αναδιοργανωτικός, αναδιοργάνωτος. Η λ. αναδιοργανώ ( όω), ούμαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”